ΚΡΑΥΓΕΣ
ΚΡΑΥΓΕΣ
Η ανθρώπινη κραυγή είναι μία πολύσημη εκδήλωση πάθους. Μια ηθελημένη ή αθέλητη πράξη που μπορεί να εκφράζει ένα πλήθος ψυχικών καταστάσεων: Ένταση, οργή, βία, πόνο, ακόμη και χαρά, στην πιο οργιώδη μορφή της. Ένα αλαλάζον στόμα που κυριαρχεί στο πρόσωπο κάποιου, σαν να εκτοπίζει τη μύτη τα μάτια και τα αυτιά του, υπόκειται στον κανόνα της χρυσής αναλογίας; Αποπνέει αρμονία; Διέπεται από συμμετρία; Δεν αλλοιώνει τις ανωφέρειες και κατωφέρειες του προσώπου; Δεν παραμορφώνει την προοπτική όπως την έχουμε συνηθίσει στα έργα της Αναγέννησης; Η απάντηση είναι απλή: Η εκφραστική δύναμη ενός κραυγάζοντος πρόσωπου απέκτησε καλλιτεχνική υπόσταση, σε παγκόσμια κλίμακα, χάρις στο έργο του Νορβηγού εξπρεσιονιστή ζωγράφου Edvard Munch, «Η Κραυγή».
Ο αρχικός τίτλος που έδωσε ο Munch στο περιώνυμο έργο του ήταν «Η κραυγή της φύσης», γιατί το εμπνεύστηκε ένα βράδυ περπατώντας σε ένα μονοπάτι. Ο ήλιος έδυε και τα σύννεφα έγιναν κόκκινα σαν αίμα. Τότε ένιωσε μία κραυγή να διαπερνά τη φύση. Ζωγράφισε αυτή την εικόνα: Τα σύννεφα σαν πραγματικό αίμα. Το χρώμα στρίγγλισε και η αίσθηση αυτή έγινε η κραυγή. Το παράξενο άφυλο πλάσμα στο προσκήνιο του πίνακα πιθανολογείται ότι ο καλλιτέχνης το εμπνεύστηκε από μία περουβιανή μούμια, που την είχε εντοπίσει στην παγκόσμια έκθεση του 1889 στο Παρίσι. Η μούμια ήταν διπλωμένη σε εμβρυακή στάση και τα κοκαλιάρικα χέρια της αγκάλιαζαν με φρίκη το πρόσωπό της. Ένα πρόσωπο που, καθώς ήταν ζαρωμένο, έδινε την εντύπωση μίας έκφρασης απόλυτης απόγνωσης.
Υπάρχουν τέσσερις εκδοχές του έργου, δύο με ρευστά χρώματα και δύο με παστέλ. Επί πλέον ο Munch δημιούργησε και μία λιθογραφική πλάκα της σύνθεσής, από την οποία σώζονται πολλές εκτυπώσεις του έργου. Η πρώτη και διασημότερη εκδοχή του 1893, που είχε φιλοτεχνηθεί με ρευστά χρώματα και ανήκει στην συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης της Νορβηγίας στο Όσλο, έχει μία παράξενη ιδιαιτερότητα: Στην πάνω αριστερή γωνία του έργου διακρίνεται αμυδρά μία επιγραφή με μολύβι που αναφέρει ότι το έργο αυτό θα μπορούσε να είχε ζωγραφιστεί μόνο από έναν τρελό.
Κινητοποιημένος λοιπόν από όλα όσα προανέφερα, δημιούργησα μία σειρά κραυγάζοντων ανδρών που μέσα από τον ρεαλισμό της οδύνης ή του μένους τους συνομιλούν με την ιστορικότητα της «Κραυγής» του Munch, θέτοντας το ερώτημα κατά πόσο ο εξπρεσιονισμός του παρελθόντος μπορεί να ειδωθεί και να γίνει αναγνωρίσιμος και αναγνώσιμός, διαμέσου μίας ρεαλιστικής καλλιτεχνικής φόρμας με όρους του σήμερα.
SCREAMS
The human scream is a versatile manifestation of passion. An intentional or unintentional act that can express a multitude of mental states: Tension, rage, violence, pain and even joy in its most orgiastic form. Is a babbling mouth that dominates one's face, as if displacing the nose, eyes and ears, subject to the rule of the golden ratio? Does it radiate harmony? Is it governed by symmetry? Doesn't it alter the ups and downs of the face? Does it not distort the perspective as we are used to it in the works of the Renaissance? The answer is simple: The expressive power of a screaming face gained artistic status, on a global scale, thanks to the artwork of the Norwegian expressionist painter Edvard Munch, "The Scream".
The original title that Munch gave to his famous artwork was "The Cry of Nature", because he was inspired one night while walking on a path. The sun was setting and the clouds turned blood red. Then he felt a cry pierce through nature. He painted this picture: Clouds like real blood. The color sizzled and that sensation became the "Scream". The strange asexual creature in the foreground of the painting is thought to have been inspired by a Peruvian mummy he had spotted at the 1889 World's Fair in Paris. The mummy was folded into a fetal position, her skinny arms clutching her face in horror. A face that, as it was wrinkled, gave the impression of an expression of absolute despair.
There are four versions of the work, two with fluid colors and two with pastels. In addition, Munch created a lithographic plate of the composition, from which many prints of the work survive. The first and widely known version of 1893, which was done in fluid colors and belongs to the collection of the National Gallery of Norway in Oslo, has a strange peculiarity: In the upper left corner of the work, a pencil inscription is faintly visible stating that this work will it could only have been painted by a madman.
So inspired by everything I mentioned above, I created a series of screaming men who, through the realism of their pain or anguish, converse with the historicity of Munch's "The Scream", posing the question of whether the expressionism of the past can be seen and become recognizable and readable, through a realistic artistic form in today's terms.